χωνεύω — χωνεύω, χώνεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χωνεύω — χώνευσα και χώνεψα, χωνεύτηκα, χωνευμένος και χωνεμένος 1. λιώνω μέταλλο στην κάμινο, το χύνω. 2. στις τροφές, καλοχωνεύω, χωνεύω κάτι: Ήταν σκληρό το κρέας και δεν το χώνεψα ακόμη. 3. στις καύσιμες ύλες, αποτεφρώνομαι, σταχτιάζω: Χωνέψανε τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωνεύω — χοανεύω cast in a mould pres subj act 1st sg χοανεύω cast in a mould pres ind act 1st sg χωνεύω cast in a mould pres subj act 1st sg χωνεύω cast in a mould pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωνεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. χωνεύγω Ν, και ασυναίρ. τ. χοανεύω Α [χοάνη/χώνη] 1. τήκω μέταλλο σε χοάνη ή σε κάμινο 2. (σχετικά με τροφές) πέπτω, ολοκληρώνω τη λειτουργία πέψης νεοελλ. 1. χώνω, ενσωματώνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο 2. (αμτβ.) α) (για ξύλα… … Dictionary of Greek
κακοχωνεύω — χωνεύω δύσκολα, πάσχω από δυσπεψία, δεν χωνεύω καλά … Dictionary of Greek
μεταχωνεύσηι — μεταχωνεύσῃ , μετά χοανεύω cast in a mould aor subj mid 2nd sg μεταχωνεύσῃ , μετά χοανεύω cast in a mould aor subj act 3rd sg μεταχωνεύσῃ , μετά χοανεύω cast in a mould fut ind mid 2nd sg μεταχωνεύσῃ , μετά χωνεύω cast in a mould aor subj mid 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωνεύσει — χοανεύω cast in a mould aor subj act 3rd sg (epic) χοανεύω cast in a mould fut ind mid 2nd sg χοανεύω cast in a mould fut ind act 3rd sg χώνευσις PLond.ined. fem nom/voc/acc dual (attic epic) χωνεύσεϊ , χώνευσις PLond.ined. fem dat sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωνεύσουσι — χοανεύω cast in a mould aor subj act 3rd pl (epic) χοανεύω cast in a mould fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χοανεύω cast in a mould fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) χωνεύω cast in a mould aor subj act 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωνεύσω — χοανεύω cast in a mould aor subj act 1st sg χοανεύω cast in a mould fut ind act 1st sg χοανεύω cast in a mould aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) χωνεύω cast in a mould aor subj act 1st sg χωνεύω cast in a mould fut ind act 1st sg χωνεύω cast in… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωνεύσῃ — χοανεύω cast in a mould aor subj mid 2nd sg χοανεύω cast in a mould aor subj act 3rd sg χοανεύω cast in a mould fut ind mid 2nd sg χωνεύσηι , χώνευσις PLond.ined. fem dat sg (epic) χωνεύω cast in a mould aor subj mid 2nd sg χωνεύω cast in a mould … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έψω — ἕψω (Α) 1. παρασκευάζω κάτι διά βρασμού, βράζω, μαγειρεύω, ψήνω 2. (για μέταλλα) τήκω, χωνεύω, αποκαθαίρω με τη χώνευση 3. παθ. ἕψομαι (για υγρά) ζέω, βράζω, υφίσταμαι βρασμό 4. χωνεύω, πέπτω 5. μτφ. παρασκευάζω («τὰ κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν… … Dictionary of Greek